- επιστόμιο(ν)
- το , επιστόμίς (-ίδος) η1) пробка, втулка, затычка; 2) кляп; 3) тех насадка, сопло; 4) муз. мундштук; 5) тех клапан;
ασφαλιστικό επιστόμιο(ν) — предохранительный клапан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασφαλιστικό επιστόμιο(ν) — предохранительный клапан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιστόμιο — το (Α ἐπιστόμιον) [στόμιο] νεοελλ. 1. το μέρος τού πνευστού οργάνου στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλη τού μουσικού 2. το ράμφος τών πνευστών οργάνων 3. το μέρος τού τσιγάρου με το φίλτρο 3. δικλίδα για την απόφραξη σωλήνα στα άκρα του ή οπής διαφυγής … Dictionary of Greek
επιστόμιο — το 1. ό,τι προσαρμόζεται στο στόμιο αγγείου ή σωλήνα, είτε ως βούλωμα ή βρύση είτε για καλλωπισμό είτε για άλλο πρακτικό σκοπό. 2. το ακριανό μέρος πνευστού μουσικού οργάνου, τσιγάρου, πίπας κτλ., που μπαίνει στο στόμα, η μπουκαδούρα. 3. (μηχ.),… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
σαξόφωνο — Πνευστό μουσικό όργανο που το εφεύρε το 1840 ο Βέλγος κατασκευαστής μουσικών οργάνων Αντόλφ Σαξ (1814 1894). Συνίσταται από ένα χάλκινο σωλήνα με κωνικό σχήμα, που έχει κλειδιά όπως το όμποε και απλό επιστόμιο όμοιο με του κλαρίνου. Αφού το 1846… … Dictionary of Greek
έλυμος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους φυγάδες Τρώες, νόθος γιος του Αγχίση, γενάρχης του αρχαίου σικελικού λαού των Ελύμων και επώνυμος της σικελικής πόλης Έλυμα. Έφτασε στη Σικελία πριν από τον Αινεία, μαζί με τον Αιγέστη ή Άκεστο.… … Dictionary of Greek
έξαυλος — ἔξαυλος, ον (Α) [αυλός] (για επιστόμιο αυλού) υπερβολικά χρησιμοποιημένος, εφθαρμένος … Dictionary of Greek
ασκομαντούρα — Πνευστό όργανο, γνωστό απότην αρχαιότητα και εξαιρετικά δημοφιλές στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα. Σήμερα το συναντούμε με ποικίλα ονόματα και σχήματα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Λέγεται και ασκοτσάμπουνο, τσαμπούνα και γκάιντα. Αποτελείται από… … Dictionary of Greek
γυμνόλαιμος — η, ο 1. αυτός που έχει γυμνό λαιμό 2. αυτός που έχει λαιμό χωρίς τρίχες ή φτερά 3. το ουδ. ως ουσ. γυμνόλαιμα, τα ομοταξία βρυοζώων με γυμνό στόμα χωρίς επιστόμιο … Dictionary of Greek
διαπασών — Αναλλοίωτος ήχος, που χρησιμεύει για τη σωστή τονοδότηση των μουσικών οργάνων. Η συχνότητά του καθορίστηκε από την Ακαδημία του Παρισιού, έτσι ώστε να δίνει τον φθόγγο σε Λα3 με 435 διπλές παλμικές κινήσεις ανά δευτερόλεπτο. Αργότερα, και ύστερα… … Dictionary of Greek
εξαυλούμαι — ἐξαυλοῡμαι, έομαι (AM [άυλος] μσν. 1. διαφθείρομαι («ἤθους ὄντα ἐξηυλημένου», Ευστ.) 2. ακούω τον ήχο τού αυλού αρχ. (για το επιστόμιο τού αυλού) αχρηστεύομαι, φθείρομαι … Dictionary of Greek